Ἰνδικόν

Ἰνδικόν
Ἰνδικός
a
masc acc sg
Ἰνδικός
a
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • индиго — синий краситель и соответствующее растение . Вероятно, через нем. Indigо или исп. indigо от лат. indicum, греч. ἰνδικόν …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Indigo — This article is about the color. For other uses, see Indigo (disambiguation). Indigo   Spectral coordinates  Wavelength …   Wikipedia

  • List of chemical element name etymologies — This is the list of etymologies for all chemical element names: Name Symbol Language of origin Word of origin Meaning Symbol origin Description Actinium Ac Greek ἀκτίς (aktis) beam Greek aktinos ἀκτίς, ἀκτῖνος (aktis; aktinos), meaning beam (ray) …   Wikipedia

  • Индийский океан — Площадь 76 170 тыс. км² …   Википедия

  • Natural dye — Skeins of wool colored with natural plant dyes. Natural dyes are dyes or colorants derived from plants, invertebrates, or minerals. The majority of natural dyes are vegetable dyes from plant sources – roots, berries, bark, leaves, and …   Wikipedia

  • DIOSCORIDES — I. DIOSCORIDES Antigoni ex fratre nep. Vide Diod. Sicul, l. 19. II. DIOSCORIDES Atheniensis, fil. Dionysii, curator testamenti Theoph. Laert. l. 5. III. DIOSCORIDES Historic. de Rep. Lacedaemon. scripsit, cuius secundum librum laudat Athen. l. 4 …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Αζαλέα — (azalea). Κοινή βοτανική ονομασία με την οποία χαρακτηρίζονται πολυάριθμα είδη των γενών α. και ροδόδενδρο, της οικογένειας των ερεικιδών. Είναι φυτά θαμνώδη, ποικίλου μεγέθους, με επιβλητική άνθηση και εντυπωσιακά λουλούδια, αειθαλή, ιθαγενή τα… …   Dictionary of Greek

  • βαφικός — ή, ό (AM βαφικός, ή, όν) [βαφή] ο κατάλληλος να χρησιμοποιηθεί στη βαφή, ως χρωστική ουσία («βαφικά βότανα», «βαφικές ουσίες») νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) βαφικά, τα τα απαραίτητα σύνεργα και υλικά για να βαφτεί ο ηθοποιός πριν απ την… …   Dictionary of Greek

  • ινδικοπλάστης — ἰνδικοπλάστης, ὁ (Α) χρωματιστής, βαφέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰνδικόν, το «χρωστική ουσία» + πλαστης (< πλάσσω), πρβλ. αγγειο πλάστης, κηρο πλάστης] …   Dictionary of Greek

  • ινδικό — Χρωστική ουσία, γνωστή επίσης με την ονομασία λουλάκι. Έχει γαλάζιο χρώμα, παράγεται από τα φύλλα της ινδικοφόρου και χρησιμοποιείται στη βαφική. Το ι. ήταν γνωστό στην Ανατολή (Ινδία, Ιάβα, Κίνα) από τους αρχαίους χρόνους, αλλά διαδόθηκε στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”